- ακριμάτιστος
- η , ο безгрешный, праведный; невинный;§
ακριμάτιστο κανένα μεγάλο βίος δε γίνεται ≈ — от трудов праведных не наживёшь палат каменных
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακριμάτιστο κανένα μεγάλο βίος δε γίνεται ≈ — от трудов праведных не наживёшь палат каменных
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακριμάτιστος — η, ο [κριματίζω] 1. αυτός που δεν κριμάτισε, δεν διέπραξε κρίματα, αναμάρτητος, αθώος 2. αυτός που δεν υπόκειται σε κρίμα, που δεν είναι δυνατό να τού καταλογιστεί κακή πράξη ή ηθικό παράπτωμα … Dictionary of Greek
ακριμάτιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έκανε κρίματα, αμαρτήματα: Όλοι θεωρούσαν το μακαρίτη άνθρωπο ακριμάτιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κορνάρος, Βιτσέντζος — (Σητεία Κρήτης, 1553 – 1613). Ποιητής. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της κρητικής λογοτεχνίας, ο πιθανότερος δημιουργός του Ερωτόκριτου. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες, εκτός από όσα αναφέρει ο ίδιος στους τελευταίους… … Dictionary of Greek